- γεροντομοίρι
- το доля стариков (часть имущества, оставляемая стариками-родителями для обеспечения своей старости)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γεροντομοίρι — το και μοίρια, τα βλ. γεροντοβρόσια. [ΕΤΥΜΟΛ. < γέροντας + μοίρα «μερίδιο»] … Dictionary of Greek
γέροντας — I Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 450 μ., 27 κάτ.) στην πρώην επαρχία Χαλκίδος του νομού Ευβοίας. Βρίσκεται βόρεια της Ερέτριας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ερετρίας. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 110 μ., 450 κάτ.) στην πρώην… … Dictionary of Greek
Μουσείο Σύμης — Το διαχρονικό μουσείο της ακριτικής Σύμης στεγάζεται σε ένα τυπικό αρχοντικό της οικογένειας Φαρμακίση που αποτελείται από τρεις αίθουσες και τον χώρο υποδοχής. Στη βοτσαλωτή αυλή του αρχοντικού εκτίθενται αρχαία και παλαιοχριστιανικά γλυπτά… … Dictionary of Greek